μπελάς

μπελάς
και μπελιάς, ο
1. ενόχληση, σκοτούρα, βάσανο
2. φροντίδα, έγνοια, στενοχώρια
3. μπλέξιμο, περιπλοκή
4. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο που προξενεί σκοτούρες και έγνοιες
5. φρ. α) «μπαίνω σε μπελάδες» — αναλαμβάνω πολλές και δύσκολες υποχρεώσεις
β) «βρίσκω τον μπελά μου» — εμπλέκομαι σε δυσάρεστη υπόθεση γ) «γίνομαι μπελάς» — γίνομαι ενοχλητικός, δυσάρεστος
δ) «θα μέ βάλεις σε μπελά»
(ως απειλή) θα μέ αναγκάσεις να κάνω κάτι που θα έχει δυσάρεστες συνέπειες
ε) «κακός μπελάς μού έγινες» — λέγεται στις περιπτώσεις φορτικών και ενοχλητικών ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bela].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπελάς — ο (λ. τουρκ.), σκοτούρα, ενόχληση, φασαρία, ανησυχία: Με έβαλε σε μπελάδες με τις απερισκεψίες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Maria Foka — Μαρία Φωκά Born October 14, 1917 Argostoli, Greece Died June 15, 2001 London, England, UK Occupation actress Maria Foka (Greek: Μαρία Φωκά, 14 October 1917 …   Wikipedia

  • δευτεριάτικος — η και ια, ο Ι. αυτός που συμβαίνει, ανήκει ή αναφέρεται στη Δευτέρα II. επίρρ. δευτεριάτικα κατά τη Δευτέρα (συνήθως σε εκφράσεις δυσφορίας, «άλλος μπελάς δευτεριάτικα») …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • μπελιάς — ο βλ. μπελάς …   Dictionary of Greek

  • σκοτούρα — η, Ν 1. ζάλη, σκοτοδίνη 2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • τζερεμές — και ντζερεμές, ο, Ν 1. άδικο πρόστιμο 2. ζημία 3. δίστροπο, ατίθασο άλογο 4. άτομο νωθρό και φυγόπονο, τεμπέλης, παράσιτο, μπελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cereme «πρόστιμο»] …   Dictionary of Greek

  • φασαρία — η, Ν 1. θόρυβος, ταραχή, αναστάτωση 2. φορτική ασχολία, μπελάς 3. στον πληθ. οι φασαρίες·πολιτικές ταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fassaria] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”